- προκαταλαμβάνειν
- προκαταλαμβάνωseize beforehandpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκαταλαμβάνω — ΝΜΑ (κυρίως για στρατιωτική δύναμη) καταλαμβάνω εκ τών προτέρων ή πριν από άλλους (α. «ο λόχος μας διατάχθηκε να προκαταλάβει το ύψωμα» β. «ἐβούλοντο τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ τε καὶ τοῡ πολέμου μήπως φανεροῡ καθεστῶτος … Dictionary of Greek
φθατέω — Α (κατά τον Ησύχ.) «φθάνω». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φθατέω, που απαντά στον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. φθατήσῃ φθάσῃ και στη σύνθ. μτχ. κατα φθατουμένη καθώς και οι τ. ψατᾶσθαι προκαταλαμβάνειν και ψατῆσαι προειπεῖν (για την εναλλαγή στο αρκτικό φθ/ψ βλ. λ … Dictionary of Greek
ψατάσθαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «προκαταλαμβάνειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φθάνω] … Dictionary of Greek